- ηλιάνθεμο
- (Ηelianthemum). Γένος αγγειοσπέρμων φυτών της οικογένειας των κιστωδών, που περιλαμβάνει 200 είδη. Φυτρώνει στις παραμεσόγειες χώρες, στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Είναι ξυλώδες ή ποώδες φυτό και αναπτύσσεται κυρίως σε ξηρούς τόπους. Χρησιμοποιείται ως στυπτικό και θεραπευτικό μέσο για τις πληγές. Έχει ποικιλόχρωμα και ωραιότατα άνθη, που όμως δεν έχουν μεγάλη διάρκεια. Στην ελληνική χλωρίδα απαντούν 14 είδη, μεταξύ των οποίων το η. το κοινό,που φυτρώνει στους βράχους και στα λιβάδια όλης της Ελλάδας, το η. το σκιαδιοειδές, που φυτρώνει στην Πεντέλη και στον Ταΰγετο, το η. το ιτεόφυλλο, που φυτρώνει στην Ήπειρο, στην Αττική, στη Θεσσαλία και στα νησιά, και το η. το ληδόφυλλο, που φυτρώνει στη Μακεδονία και στην Κρήτη.
Ανθισμένο ηλιάνθεμο.
* * *τοβοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών κιστοειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. helianthemum < heli- (πρβλ. ηλι(ο)-*) + anthemum (πρβλ. άνθεμο)].
Dictionary of Greek. 2013.